- χαλινώνω
- χαλίνωσα, χαλινώθηκα, χαλινωμένος1. βάζω χαλινό στο στόμα του αλόγου, το χαλιναρώνω.2. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλινώνω — χαλινῶ, όω, ΝΜΑ [χαλινός] 1. τοποθετώ χαλινάρι σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο (α. «χαλίνωσε το άλογο» β. «τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν», Ξεν.) 2. μτφ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «δεν χαλίνωσε τις αδυναμίες του» β. «τὰ πάθη χαλινοῡντες» … Dictionary of Greek
εγχαλινώ — ἐγχαλινῶ ( όω) (Α) 1. βάζω χαλινάρι, χαλινώνω 2. ( οῡμαι) τίθεμαι σε περιορισμό, αναχαιτίζομαι … Dictionary of Greek
περιχαλινώ — όω, Α (σχετικά με άλογο) περνώ χαλινό, βάζω χαλινό, χαλινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαλινῶ (< χαλινός)] … Dictionary of Greek
χαλιναρώνω — Ν [χαλινάρι] χαλινώνω … Dictionary of Greek
χαλινωτήρας — ο, Ν η στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαλινωτής — ο, Ν αυτός που χαλινώνει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χαλινώ — όω, ΜΑ βλ. χαλινώνω … Dictionary of Greek
χαβώνω — χάβωσα, χαβώθηκα, χαβωμένος, χαλινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλιναρώνω — βλ. χαλινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)